Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
• In the event of overheating this switch cuts off the welding current.
• Cut the burner out.
• An auxiliary circuit de-energized the controller.
• The air blows to atmosphere until it is shut down.
• To shut off the engine.
• Shut (orTurn) off the hydrogen.
• Switch (orTurn) off the light.
• Turn off the nitrogen (flow).
• The radiation source is turned off.
• To shut the reactor down, ...
выключать
выключить v.
switch, switch off, exclude, leave out
switch off
2013 FILM
Switch Off (A Short Film)
выключать
Ορισμός
выключать
несов. перех.
1) а) Прерывать действие чего-л., отъединяя от общей системы, от сети; отключать.
б) разг. Прекращать снабжение электрическим током какого-л. места, помещения.
в) Прерывать действие какого-л. механизма.
г) Приостанавливать деятельность каких-л. органов (в речи медиков).
2) а) Устранять, удалять кого-л., что-л. из состава чего-л.; исключать.
б) перен. Прерывать или нарушать связь с какой-л. общественной средой, окружающей обстановкой и т.п.
в) разг.-сниж. Увольнять со службы, исключать из учебного заведения и т.п.